συγκαταριθμήσῃ

συγκαταριθμήσῃ
συγκαταριθμέω
reckon in
aor subj mid 2nd sg
συγκαταριθμέω
reckon in
aor subj act 3rd sg
συγκαταριθμέω
reckon in
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκαταρίθμηση — η, Ν συνυπολογισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχαταριθμώ. Η λ., στον λόγιο τ. συγκαταρίθμησις, μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Α. Καββαδία] …   Dictionary of Greek

  • συναρίθμηση — η / συναρίθμησις, ήσεως, ΝΜΑ [συναριθμῶ] η ενέργεια τού συναριθμώ, συγκαταρίθμηση, συνυπολογισμός αρχ. 1. το άθροισμα τών γραμμάτων μιας λέξης τα οποία λαμβάνονται ως αριθμοί 2. ταξινόμηση στην ίδια κατηγορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”